Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΘΛΙΨΕΩΝ

 

 

Στην σημερινή πολυτάραχη κοινωνία δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην αντιμετωπίζη την θλίψη στην ζωή του, να μη δοκιμάζη το πικρό ποτήρι των θλίψεων. Βλέπουμε ανθρώπους θλιμμένους, ταλαιπωρημένους, βασανισμένους, πεσμένους στην γη από το πολύ βάρος της θλίψεως. Και όχι μόνον τα πρόσωπα των ανθρώπων είναι καταβεβλημένα, αλλά κυρίως και προ παντός οι καρδιές τους. Βασανίζονται οι άνθρωποι, υποφέρουν, και από αυτήν την θλίψη, ή μάλλον από την κακή αντιμετώπιση της θλίψεως, πάσχουν από διάφορα νοσήματα σωματικά και ψυχικά. Γι' αυτό θα δούμε μερικές πτυχές του μεγάλου αυτού θέματος των θλίψεων και του πόνου στην ζωή μας.

 

1.         Οι θλίψεις συνδέονται με την ζωή μας

Είναι γνωστόν ότι η θλίψη συνδέεται στενά με την ζωή των ανθρώπων. Ο Χριστός διαβεβαίωσε τους Μαθητές Του ότι θα έχουν πολλές θλίψεις στην ζωή τους. «Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε» (Ιω. ιστ', 33). Αυτήν την αλήθεια την βλέπουμε διάσπαρτη μέσα στην Αγία Γραφή και στην διδασκαλία των αγίων Πατέρων, που είναι οι διάδοχοι των αγίων Αποστόλων.

Ο Απόστολος Παύλος μαζί με τον Απόστολο Βαρνάβα επισκέφθηκαν τα Λύστρα, το Ικόνιο και την Αντιόχεια, «επιστηρίζοντες τας ψυχάς των μαθητών, παρακαλούντες εμμένειν τη πίστει, και ότι διά πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την Βασιλείαν του Θεού». (Πράξ. ιδ', 22).

Ο ίδιος δε Απόστολος στους Χριστιανούς της Κορίνθου επιβεβαιώνει: «ἐν παντί θλιβόμενοι», και προσθέτει «ἀλλ οὐ στενοχωρούμενοι» Β΄ Κορ. 5', 8). Βέβαια, γι' αυτό το «οὐ στενοχωρούμενοι» θα λεχθούν τα δέοντα πιό κάτω. Τώρα επιμένουμε στο ότι η χριστιανική ζωή συνδέεται στενά με την θλίψη και τον πόνο.

Οι άγιοι στην ζωή τους διήλθαν δια πολλών θλίψεων, δοκιμασιών και δυσκολιών. Ο όσιος Νικήτας ο Στηθάτος, μαθητής του αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου, λέγει: "...τῶν ἁγίων ἡ παροῦσα ζωή ἐν θλίψει καί πόνοις ἐστί, θλιβομένων παρά τε ἀνθρώπων καί δαιμόνων».

 

Αυτήν την μαρτυρία την συναντούμε στον όσιο Ισαάκ τον Σύρο: «Δεν είναι δυνατό, όταν βαδίζουμε την οδό της αρετής, να μη συναντήσουμε και μερικά λυπηρά και να μην ταλαιπωρείται το σώμα μας με ασθένειες και κόπους, αλλά να μένει πάντοτε ανενόχλητο, εάν επιθυμούμε να ζούμε ενάρετα» (Αββά Ισαάκ του Σύρου, Λόγος δ΄ “Περί του πόθου του κόσμου”).  

Οι Απόστολοι και οι άγιοι επιμένουν σε αυτήν την αλήθεια, γιατί πολλοί από τους Χριστιανούς, όπως και πολλοί από τους σημερινούς ανθρώπους, νομίζουν εσφαλμένως ότι, εφ’ όσον ζούμε χριστιανικά, θα έχουμε διαρκώς χαρά στην ζωή μας. Και βέβαια, όπως θα παρατηρηθή πιο κάτω, έχουμε χαρά και παράκληση, αλλ’ αυτή η παράκληση, χαρά και παρηγορία προέρχεται μέσα από τον Σταυρό, από την βίωση του Σταυρού. «Διά τοῦ Σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ». Προηγούνται οι δοκιμασίες και ακολουθεί η χαρά και βιώνουμε την εσωτερική χαρά, έστω κι αν υπάρχουν εξωτερικοί πειρασμοί.

 

2.        Τα αίτια των θλίψεων

Πρέπει να διευκρινισθή ότι οι θλίψεις προέρχονται από πολλά αίτια. Οι άγιοι Πατέρες, που ομιλούν εκ πείρας, διδάσκουν ότι κυρίως τρία είναι τα αίτια των θλίψεων. Ο διάβολος, οι άνθρωποι και η πεπτωκυία φύση, με όλα τα πάθη που υπάρχουν μέσα στην καρδιά μας. Η θλίψη που προέρχεται από τον διάβολο είναι αρκετά οδυνηρή και την δοκιμάζουν εκείνοι που εργάζονται το αγαθό και προσπαθούν να τηρήσουν την εντολή του Χριστού.

Ο αββάς Δωρόθεος περιγράφει μια τέτοια μεγάλη θλίψη που προέρχεται από τον διάβολο: «Ενώ βρισκόμουν ακόμα εκεί, στο Κοινόβιο, μια φορά αισθάνθηκα μεγάλη και αφόρητη λύπη και ένιωθα τόσο κόπο και στενοχώρια, σαν να επρόκειτο να παραδώσω την ψυχή μου. Προερχόταν δε εκείνη η θλίψη από δαιμονική ενέργεια. Πάντοτε βέβαια ένας τέτοιος πειρασμός προέρχεται από τον φθόνο των δαιμόνων. Είναι μεν πολύ βαρύς, αλλά δεν διαρκεί πολύ, κάνει τον άνθρωπο βαρύ, σκοτεινό, χωρίς να βρίσκει παρηγοριά πουθενά και από κανέναν, αλλά το καθετί του προκαλεί στενοχώρια και πνιγμό. Πολύ γρήγορα όμως έρχεται η Χάρη του Θεού στην ψυχή, γιατί διαφορετικά κανένας δεν θα μπορούσε να αντέξει».  (Αββά Δωροθέου, Ε΄ Διδασκαλία, παρ. 67, σελ. 195)

Επίσης, οι θλίψεις προέρχονται από ανθρώπους που συκοφαντούν και διαβάλλουν. Και τότε εγείρονται πολλές φορές μέσα μας παράπονα γι' αυτούς που, ενώ ευεργετήθηκαν, συμπεριφέρονται κατ' αυτόν τον τρόπο. Ακόμη άνθρωποι διώκουν τους ανθρώπους του Θεού, όπως έγινε στην περίπτωση των Προφητών και των αγίων Αποστόλων, δημιουργούντες έτσι προβλήματα και θλίψεις.

Ο Απόστολος Παύλος γράφει προς τους Κορινθίους: «Οὐ γάρ θέλομεν ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, ὑπέρ τῆς θλίψεως ἡμῶν τῆς γενομένης ἡμῖν ἐν τῇ Ἀσίᾳ ὅτι καθ' ὑπερβολήν ἐβαρήθημεν ὑπέρ δύναμιν, ὥστε ἐξαπορηθῆναι ἡμᾶς καί τοῦ ζῆν» (Β΄ Κορ. α΄, 8).

Μετάφραση: Δε θέλουμε δε να έχετε άγνοια, αδελφοί, για τη θλίψη μας, που μας συνέβη στην πεαρχία της Ασίας. Δεν θέλουμε ν' αγνοείτε, ότι επάνω μας έπεσε βάρος δοκιμασίας υπερβολικά μεγάλο, μεγαλύτερο από τη δύναμή μας, ικανό να μας συνθλίψει, ώστε να στερηθούμε και την ίδια τη ζωή μας.  

 

Επιπλέον, έχουμε και την θλίψη που προέρχεται από την πεπτωκυία φύση μας, από τα πάθη που υπάρχουν, όπως προελέχθη, μέσα στην καρδιά μας. Ο αββάς Δωρόθεος γράφει ότι είναι δυνατόν να βρισκόμαστε σε καλή κατάσταση και να έχουμε εσωτερική ειρήνη και ησυχία και τότε, εάν αδελφός μας πη ένα λόγο, ταρασσόμαστε και καταφερόμαστε εναντίον του και τον κατηγορούμε ως πρόξενο και αίτιο της λύπης. «Και τούτο δεν είναι μόνο αυταπάτη, αλλά είναι και παραλογισμός. Διότι μήπως αυτό που του είπε τη βαριά φράση του έβαλε στην ψυχή του και το πάθος; Του έδειξε το πάθος που βρισκόταν μέσα του, για να μετανοήσει, αν θέλει, γι’ αυτό». (Αββά Δωροθέου, Ζ΄ Διδασκαλία, «Για το ότι πρέπει να μεμφόμαστε τον εαυτό μας», παρ. 82, σελ. 225)

 

Ώστε αυτά τα τρία είναι τα βασικά αίτια των θλίψεων, που έρχονται στην ζωή μας, δηλαδή ο διάβολος, οι άνθρωποι και η  πεπτωκυία φύση μας. Τα δύο πρώτα τα δέχονται οι άγιοι,  το τρίτο το δεχόμαστε κυρίως εμείς, που ακόμη δεν έχουμε καθαρθή από τα πάθη. Τα δύο πρώτα αίτια δεν αγγίζουν την εσωτερική κατάσταση της ψυχής, οπότε με ολίγη υπομονή δέχεται κανείς πλεονάζουσα Χάρη, το τρίτο όμως αίτιο, αν δεν προσεχθή, θα δημιουργήση κατάσταση φρικτή. Έτσι έχουμε δύο είδη θλίψεων, την εξωτερική και την εσωτερική.

 

Πάντως, από αυτά γίνεται φανερό ότι οι Πνευματικοί Πατέρες, που έχουν αποκτήσει το χάρισμα της διακρίσεως, μπορούν νά ξεχωρίζουν ποια θλίψη προέρχεται από τον διάβολο ποια από τους ανθρώπους, και ποια από τον ίδιο μας τον εαυτό, ποια είναι κατ' ευδοκία ή κατά παραχώρηση του Θεού και ανάλογα βοηθούν την κατάστασή μας. Γι' αυτό οι Πνευματικοί Πατέρες έχουν ευρύτερη γνώση από τους ψυχιάτρους, που δεν κάνουν αυτήν την διάκριση και τα θεωρούν όλα ως προερχόμενα από κακή ψυχολογική κατάσταση.

 

3.        Οι ωφέλειες των θλίψεων

Η θλίψη και ο πόνος στην ζωή μας είναι απαραίτητος, γιατί είναι συμμετοχή στο Πάθος του Χριστού. Στην ορθόδοξη διδασκαλία γίνεται διαρκής λόγος για την μίμηση του Χριστού. Αυτή, όμως, η μίμηση δεν είναι εξωτερική, ηθική, αλλά μυστηριακή. Πάντως, πρέπει να περάσουμε από ό,τι πέρασε ο Χριστός, και, φυσικά, πρέπει να περάσουμε από τις δοκιμασίες, τα παθήματα που Εκείνος πέρασε. Ο Απόστολος Παύλος γράφει: «Χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου ὑπέρ ὑμῶν καί ἀνταναπληρῶ τά ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκί μου» (Κολ. α΄, 24).

Μετάφραση: «Τώρα χαίρομαι που υποφέρω για σας και έτσι συμπληρώνω τα παθήματα του Χριστού με τα σωματικά μου παθήματα»

 

Κατά την ερμηνεία του ιερού Θεοφυλάκτου, Αρχιεπισκόπου Βουλγαρίας, «τό νόημα τοῦ λόγου εἶναι τοιοῦτον· ἀνίσως καί ὁ Χριστός ἐχρεώστει νά πάθη ἀκόμη, ἀπέθανε δέ, καί δέν ἐπρόφθασε νά πληρώσῃ ὅλον τό χρέος τῶν παθῶν του· ἐγώ ὁ Παῦλος τοῦτο τό χρέος τοῦ Χριστοῦ τό ἀποπληρώνω καί πάσχω τά παθήματα ἐκεῖνα, ὅπου ὁ Χριστός ἐχρεώστει νά πάθη διά λόγου σας, καί διά ὅλην τήν Ἐκκλησίαν τῶν Χριστιανῶν». 

 

Όλη αυτήν την θεολογία της συμμετοχής μας στα παθήματα και στον θάνατο του Χριστού την παρουσιάζει πάλι ο Απόστολος Παύλος σε επιστολή του: «Πάντοτε τήν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καί ἡ ζωή τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. ἀεί γάρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διά Ἰησοῦν, ἵνα καί ἡ ζωή τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκί ἡμῶν. ὥστε ό μέν θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεται,  ἡ δέ ζωή ἐν ὑμῖν» (Β΄ Κορ. δ', 10-12).

Μετάφραση: Σε κάθε περίπτωση, φέρουμε στο σώμα μας τον θάνατο του Κυρίου Ιησού, στον οποίο μετέχουμε για να φανερωθεί έτσι στο σώμα μας και η ζωή του Ιησού. Πάντοτε, δηλαδή, εμείς οι ζώντες παραδινόμαστε στον θάνατο χάριν του Χριστού, ώστε και η ζωή του Ιησού να φανερωθεί στη θνητή σάρκα μας. Ώστε εμείς πεθαίνουμε, εσείς όμως απολαμβάνετε τη ζωή.

 

Οι ωφέλειες των θλίψεων και των δοκιμασιών στην ζωή μας είναι πάρα πολλές. Ο πόνος είναι μια νέα αποκάλυψη του Χριστού στον άνθρωπο. Δια του πόνου γεννιέται μια καινούρια ύπαρξη. Ο πόνος δημιουργεί τις προϋποθέσεις να ανοίξη ένας άλλος κόσμος, που προηγουμένως ήταν αθέατος σε μας.

 

Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής επανειλημμένα στα έργα του κάνει λόγο για την ευεργετική παρουσία της θλίψεως και του πόνου, ή όπως τα χαρακτηρίζει «ακούσια πάθη». Αυτά τα «ακούσια πάθη» για τον άγιο Μάξιμο αποτελούν ισχυρό μέσο για να καθαρθή ο άνθρωπος εκ των «εκουσίων παθών». Αυτός ο πόνος των «ακουσίων παθών», που προέρχεται από τις θλίψεις και τις δοκιμασίες, κατανικά την δυναστεία των παθών. «Κάθε πόνος είτε θεληματικος είτε αθέλητος γίνεται ο θάνατος της μητέρας του θανάτου, της ηδονής». (Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, Δ΄ εκατοντάς διαφόρων κεφαλαίων, κεφ. 55), εάν βεβαίως ο άνθρωπος δεχθή αυτόν μετ’ ευφροσύνης. Εκτός της υπομονής των ακουσίων παθών, τα εκούσια πάθη καταπολεμεί εξ ίσου επιτυχώς ο άνθρωπος δια της κατά Θεό λύπης.

Ο ίδιος άγιος γράφει: «Οι πειρασμοί σε άλλους στέλνονται από το Θεό για την εξάλειψη αμαρτημάτων που έχουν ήδη γίνει, σε άλλους για αμαρτήματα που τώρα γίνονται, και σε άλλους για να τους εμποδίσουν από αμαρτήματα που πρόκειται να γίνουν στο μέλλον. Εκτός βέβαια από εκείνους τους πειρασμούς που στέλνονται για να δοκιμαστεί κάποιος, όπως στην περίπτωση του Ιώβ»(Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, Β΄ εκατοντάς περί αγάπης, κεφ. 45).

Ο Προφητάναξ Δαυίδ λέγει σε έναν ψαλμό του: «Κύριε ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς με» (Ψαλμ. δ', 1). Και κατά τον άγιο Νικόδημο τον αγιορείτη, «όσο ο άνθρωπος θλίβεται και λυπάται στον παρόντα κόσμο, τόσο υπερβαίνει με το νου το μικρό αυτό πλάτος του κόσμου· και, διαβαίνοντας το ύψος του ουρανού, φθάνει σε ένα πλάτος ευρύχωρο και αμέτρητο. Εκεί λοιπόν ευρισκόμενος, χαίρεται και αναπαύεται στην γλυκύτατη του Θεού θεωρία· και πρν από την διάλυση του σώματος ζη μια ζωή μακάρια και πανευτυχισμένη· γι’ αυτό και ο Κύριος φανερώνοντας αυτό έλεγε: «Στον κόσμο θα έχετε θλίψη· αλλά να έχετε θάρρος, εγώ έχω νικήσει τον κόσμο» (Ιω. 16, 33)· και ο Αββακούμ φανερώνοντας την ανάπαυση που προέρχεται από την θλίψη, έψαλλε στην ωδή του· «Θα βρω ανάπαυση την ημέρα της θλίψεώς μου».

 Με την θλίψη ενθυμούμαστε τον Θεό, αναφερόμαστε σε Αυτόν και αναπτύσσεται έτσι το μεγάλο χάρισμα της προσευχής, εάν βεβαίως αντιμετωπίζουμε την θλίψη με την απαιτούμενη σοβαρότητα και την ατμόσφαιρα που διαγράφει η Ορθόδοξη Παράδοση.

Αυτές τις ωφέλειες της θλίψεως γνώρισαν οι άγιοι, γι' αυτό, κατά τον λόγο του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, διψούσαν τις θλίψεις. Λέγει ο άγιος Ιωάννης ότι γνώρισμα αυτών που τελειοποιήθηκαν στο κατά Θεόν πένθος είναι «η δίψα της ατιμίας, η εκούσια πείνα των ακουσίων θλίψεων……    Μακάριοι αυτοί που πεινούν για θλίψι και διψούν για ατιμία. Διότι αυτοὶ θα χορτάσουν απὸ τροφὴ που δεν χορταίνεται (Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, Λόγος περί χαροποιού πένθους, κεφ. 6).

Διψούσαν την θλίψη, γιατί όσο μεγάλη είναι η θλίψη, τόσο μεγάλη είναι και η παράκληση. Γράφει ό Απόστολος Παύλος: «Ας είναι ευλογητός ο Θεός και Πατέρας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο Πατέρας της ευσπλαχνίας και κάθε ενισχύσεως, αυτός ο οποίος μας ενισχύει σε κάθε θλίψη μας, ώστε να μπορούμε να στηρίζουμε αυτούς που αντιμετωπίζουν κάθε είδους θλίψη με την ενίσχυση που και οι ίδιοι δεχόμαστε από τον Θεό. Γιατί όπως μετέχουμε σε μεγάλο βαθμό στα παθήματα του Χριστού, το ίδιο μεγάλη είναι και η ενίσχυσή μας που δεχόμαστε δια του Χριστού» (Β΄ Κορ. α΄, 4-5).  

 

4.        Η αντιμετώπιση των θλίψεων

Ελέχθη προηγουμένως ότι εκείνο που έχει σημασία δεν είναι η παρουσία ή η απουσία της θλίψεως, όσο η καλή ή κακή αντιμετώπισή της.

Αν έχουμε πνευματική υγεία, τότε θα κάνουμε αυτό που έκανε και συνιστά στους Χριστιανούς του ο Απόστολος Παύλος: «….. καυχιόμαστε για τις θλίψεις μας, αφού ξέρουμε ότι η θλίψη ασκεί την υπομονή, η υπομονή ασκεί τον χαρακτήρα, ο χαρακτήρας ασκεί την ελπίδα, η ελπίδα δεν απογοητεύει, επειδή η αγάπη του Θεού πλημμύρισε τις καρδιές μας με το Άγιο Πνεύμα, το οποίο μας δόθηκε» (Ρωμ. ε΄, 3-4).   Χρειάζεται εν Κυρίω καύχηση, γιατί αξιωνόμαστε να υπομένουμε «πάσαν θλίψιν και ταλαιπωρίαν» είτε εκ των δαιμόνων, γιατί αγωνιζόμαστε για την αρετή, είτε εκ των πονηρών ανθρώπων, γιατί θέλουμε να βαδίσουμε τον δρόμο των εντολών του Θεού.

 

Επίσης, χρειάζεται να σκεπτόμαστε ότι είμαστε άξιοι όχι τόσων θλίψεων, αλλά ακόμη περισσοτέρων και μεγαλυτέρων. Αυτό, βέβαια, είναι στοιχείο μετανοίας: «Σημεῖο τῆς πραγματικῆς καὶ ἐπιμελοῦς μετανοίας εἶναι τὸ νὰ θεωροῦμε τὸν ἑαυτό μας ἄξιο γιὰ ὅλες τὶς θλίψεις ποὺ μᾶς συμβαίνουν -τὶς ὁρατὲς (ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὰ πράγματα καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους) καὶ τὶς ἀόρατες (ποὺ προέρχονται ἀπὸ τοὺς δαίμονας)- καὶ γιὰ πολὺ περισσότερες. (Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, Λόγος περί μετανοίας, κεφ. 47). Η μετάνοια είναι εκείνη που διορθώνει την λύπη, που είναι δυνατόν να προέλθη από τις εξωτερικές πιέσεις και θλίψεις.

Όσον αφορά τις θλίψεις που προέρχονται από τους ανθρώπους, δεν πρέπει να καταφερόμαστε εναντίον των ανθρώπων αλλά να τις υπομένουμε με καρτερία, γνωρίζοντες ότι πολύ καλό θα προέλθη από αυτές. Δυστυχώς, εμείς παθαίνουμε, όπως λέγει ο αββάς Δωρόθεος, ό,τι και ο σκύλος. «Ρίχνει κανείς επάνω τους πέτρα και αφήνουν αυτόν που τους πετροβόλησε και δαγκώνουν την πέτρα. Έτσι κάνουμε κι εμείς. Εγκαταλείπουμε τον Θεό που επιτρέπει να μας βρουν συμφορές, για να καθαριστούμε από τις αμαρτίες μας και τα βάζουμε με τον αδελφό μας λέγοντας: “Γιατί μου τό ‘πε; Γιατί μου τό ‘κανε;”  Και ενώ μπορούμε απ’ αυτά να έχουμε μεγάλη ωφέλεια, βλάπτουμε τον εαυτό μας, χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι όλα γίνονται με την Πρόνοια του Θεού για το συμφέρον του καθενός». (Αββά Δωροθέου, “Για το ότι πρέπει να μεμφόμαστε τον εαυτό μας”, παρ. 88)

 

Με την μετάνοια, επομένως, συνδέεται η αυτομεμψία, δηλαδή να μέμφεται και να κατηγορή κανείς τον εαυτό του, να τον θεωρή άξιο και μόνον αίτιο της θλίψεως, και τότε ηρεμεί και ησυχάζει. Εμείς, επειδή δεν έχουμε αυτομεμψία, γι' αυτό θλιβόμαστε εσωτερικά και θλίβουμε τους άλλους. Ενώ στον άνθρωπο του Θεού ο,τιδήποτε κι αν του συμβή «είτε κάποια ζημιά, ή κάποια ατίμωση, είτε οποιαδήποτε άλλη στενοχώρια, προλαβαίνει και θεωρεί τον εαυτό του ως άξιο του κακού και ποτέ δεν ταράζεται. Υπάρχει μεγαλύτερη ανάπαυση απ’ αυτή;» (Αββά Δωροθέου, “Για το ότι πρέπει να μεμφόμαστε τον εαυτό μας”, παρ. 81)

 

Άλλο, λοιπόν, είναι η θλίψη και άλλο η λύπη, άλλο η εξωτερική θλίψη, άλλο η εσωτερική κατάθλιψη. Η λύπη και η κατάθλιψη που μας διακατέχει πολλές φορές είναι υποκατάστατο της κατά Θεόν λύπης, δηλαδή της μετανοίας. Είμαστε θλιμμένοι σήμερα όχι τόσο γιατί έχουμε πειρασμούς μεγάλους ή μικρούς, αλλά γιατί δεν έχουμε μετάνοια. Διακατεχόμαστε από το αίσθημα της αυτάρκειας. Από αυτό γεννώνται πολλά ψυχικά νοσήματα και σωματικές ακόμη ταλαιπωρίες.

 

Ας έχουμε πάντα κατά νου τον αποστολικό λόγο: «Αν και θλιβόμαστε από παντού, δεν κλονιζόμαστε αν και βρισκόμαστε σε αδιέξοδο, δεν απελπιζόμαστε αν και διωκόμαστε δεν εγκαταλειπόμαστε, αν και υποκύπτουμε δεν χανόμαστε» (Β΄ Κορ. 4, 8-9).

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2019

Ὁ χάλκινος ὄφις καὶ ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ



Ἁγίου Λουκᾶ, Ἀρχιεπ. Κριμαίας 

Πολλά, πάρα πολλὰ χρόνια περιπλανιόταν ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ στὴν ἔρημο μετὰ τὴν ἔξοδό του ἀπὸ τὴν γῆ τῆς Αἰγύπτου μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν θεόπτη προφήτη Μωυσῆ.Κύριος ὁ Θεὸς ἔτρεφε τὸν λαό Του μὲ τὸ θεόσταλτο μάννα. Ἦταν δύσκολος ὁ δρόμος αὐτὸς μέσα στὴν ἔρημο. Μὲ πολὺ δυσκολία ἔβρισκαν νερὸ νὰ πιοῦν. Καὶ ἄρχισε ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ νὰ γογγύζει στὸν Θεὸ καὶ τὸν Μωυσῆ, γιατί τοὺς ξεσήκωσε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Καὶ ἄναψε ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐναντίον τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραὴλ ἐξ αἰτίας τοῦ γογγυσμοῦ τους καὶ τοὺς τιμώρησε σκληρά. 


Μὲ διαταγὴ Του ἦλθε ἕνα μεγάλο πλῆθος δηλητηριωδῶν φιδιῶν, τὰ ὁποία τοὺς δάγκωναν μὲ ἀποτέλεσμα χιλιάδες ἄνθρωποι νὰ πεθαίνουν. Νὰ τὸ θυμόμαστε καὶ ἐμεῖς αὐτό, πόσο φοβερὸ καὶ ὀλέθριο πράγμα εἶναι νὰ γογγύζει κανεὶς στὸν Θεό. 

 Ὁ λαός, τρομοκρατημένος ἀπὸ τὰ φίδια, ἱκέτευε τὸν Μωυσῆ νὰ προσευχηθεῖ στὸν Θεὸ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν σκληρὴ αὐτὴ τιμωρία. Ὁ Κύριος τούς σπλαχνίστηκε καὶ διέταξε τὸν Μωυσῆ νὰ φτιάξει ἕνα μεγάλο χάλκινο φίδι καὶ νὰ τὸ βάλει σ’ ἕνα κοντάρι ποὺ ἔμοιαζε μὲ σταυρό, «Ὅποιος δαγκώνεται ἀπὸ κάποιο φίδι καὶ κοιτάξει μὲ ἐλπίδα αὐτὸ τὸ χάλκινο ὄφι δὲν θὰ πεθάνει ἀλλὰ θὰ ζήσει», εἶπε ὁ Κύριος. 

Ὁ Μωυσῆς κατασκεύασε ἀπὸ χαλκὸ ἕνα μεγάλο φίδι καὶ τὸ ἔβαλε πάνω σ’ ἕνα κοντάρι ὅμοιο μὲ σταυρό. Αὐτὸ ἀποτελοῦσε μία ὁλοκάθαρη προτύπωση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος σώζει ἀπὸ τὸ θάνατο τῆς ἁμαρτίας ὅλους αὐτούς, ποὺ μὲ βαθειὰ πίστη στρέφονται σ’ Αὐτὸν καὶ μὲ δάκρυα προσκυνοῦν τὸ σταυρό Του, μὲ τὸν ὁποῖο ἔσωσε τὸν κόσμο στὸν φοβερὸ Γολγοθᾶ. Αὐτὸς βάσταξε τὸ ὑπερβολικὰ μεγάλο βάρος τῶν ἁμαρτιῶν ὅλου του κόσμου ἐπάνω στὸ σταυρό. 

Σκεφθεῖτε ποιός, ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς θνητοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὶς ἐπουράνιες ἀσώματες ἀγγελικὲς δυνάμεις, θὰ μποροῦσε νὰ βαστάξει τὶς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου καὶ νὰ μὴν ἰσοπεδωθεῖ ἀπὸ αὐτές. Ποιός; παρὰ μόνος Ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖο ἀκαταπαύστως ὑμνοῦν ὅλες οἱ ἐπουράνιες δυνάμεις, κράζοντας σ’ Αὐτόν: Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος! Ποιὸς παρὰ μόνο ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖο στὸν πανηγυρικὸ ἐκεῖνο ὕμνο, «Μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός, γνῶτε ἔθνη καὶ ἡττᾶσθε, ὅτι μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός», ὀνομάζει ἡ Ἐκκλησία «Θεὸ ἰσχυρό, ἐξουσιαστή, ἄρχοντα εἰρήνης». Ὁ ὄφις, τὸν ὁποῖο ἔφτιαξε ὁ Μωυσῆς καὶ ἔβαλε σὲ ξύλο ὅμοιο μὲ σταυρό, κατασκευάστηκε ἀπὸ χαλκό, ἐπειδὴ τὰ παλαιὰ ἐκεῖνα χρόνια ὁ χαλκὸς ἐθεωρεῖτο ὁ ἰσχυρότερος ἀπὸ ὅλα τὰ μέταλλα. Μήπως γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο ὁ χάλκινος ὄφις ὑπῆρξε ἡ προτύπωση τοῦ κρεμασμένου ἐπάνω στὸ σταυρὸ Σωτήρα τοῦ κόσμου; 

Δὲν ἦταν μόνο μία ἡ φορὰ ποὺ ὁ Θεὸς τιμώρησε τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραὴλ ἐξαιτίας τοῦ γογγυσμοῦ. Καὶ ἄλλες δύο φορὲς κατὰ τὴν διάρκεια τῶν σαράντα ἐτῶν, κατὰ τὴν ὁποία ὁ λαὸς περιπλανιόταν στὴν ἔρημο, ξέσπασε ὁ Θεὸς ὀργισμένος ἐναντίον τοῦ σκληροτράχηλου καὶ χοντροκέφαλου λαοῦ. Ἦταν τόσο μεγάλη ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, ὥστε ἤθελε νὰ ἐξολοθρέψει τελείως ὅλον αὐτὸν τὸν λαὸ καὶ νὰ δημιουργήσει ἀπὸ τὸν Μωυσῆ ἕνα ἄλλο πιστὸ λαό. Μόνο μετὰ τὶς ἱκεσίες τοῦ μεγάλου Μωυσῆ δὲν πραγματοποίησε ὁ Θεὸς τὸ σχέδιό Του. 


Πρώτη φορὰ αὐτὸ ἔγινε στὸ Ὅρος Σινᾶ, ὅπου ὁ Μωυσῆς ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ θεόγραφο νόμο. Σαράντα μέρες καὶ σαράντα νύχτες βρισκόταν ὁ Μωυσῆς πάνω στὸ ὄρος. Ὁ λαὸς ἔχασε τὴν ὑπομονή του καὶ εἶπε στὸν Ἀαρών, τὸν ἀδελφό του Μωυσῆ, νὰ κατασκευάσει ἕνα χρυσὸ μοσχάρι. Αὐτὸ τὸ μοσχάρι τὸ ὀνόμασαν θεό, ὁ ὁποῖος τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ τὸν ἀρνήθηκαν. 

Δεύτερη φορὰ αἰτία τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ ἦταν ἡ ἀνταρσία τῶν Κορέ, Δαθάν καὶ Ἀβιρών καὶ τῆς ὁμάδας τους, ποὺ ἐπαναστάτησαν ἐναντίον τοῦ προφήτη Μωυσῆ καὶ τοῦ ἀδελφοῦ του Ἀαρών. Αὐτὴ ἡ ἀνταρσία ἦταν ἀνταρσία ἐναντίον τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐπέλεξε τὸν Μωυσῆ νὰ ἐκτελέσει τὸ θέλημά Του στὸ λαὸ τοῦ Ἰσραήλ. Αὐτὸ τὸ ἁμάρτημα εἶχε σχεδὸν ἴδιο βάρος μὲ τὴν προσκύνηση τοῦ χρυσοῦ μόσχου στὸ ὄρος Σινᾶ, ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ἐξέγερση ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἐντολῶν Του. 

 Ἂν ὁ Μέγας Θεὸς διὰ τῶν πρεσβειῶν τοῦ προφήτη Μωυσῆ τρεῖς φορὲς λυπήθηκε τὸν σκληροτράχηλο καὶ χοντροκέφαλο λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι οἱ πρεσβεῖες τῶν μεγάλων ἁγίων ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ μποροῦν νὰ μεταβάλλουν τὰ σχέδια καὶ τὶς ἀποφάσεις Του. Αὐτὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ἀλλάζουν. Ὅμως ἂς μὴν τολμήσει κανένα τολμηρὸ καὶ βλάσφημο στόμα νὰ πεῖ, ὅτι τὸ Θεῖο θέλημα εἶναι ἀσταθές. 

Ὁ Θεὸς μας εἶναι ἡ ζωντανὴ ἀγάπη, ὅπως μᾶς τὸ ἀποκάλυψε ὁ μέγας ἀπόστολος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος στὴν πρώτη καθολικὴ ἐπιστολή του. Ὅμως Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης. Καὶ αὐτό, ποὺ στοὺς ἀναιδεῖς ἀνθρώπους μπορεῖ νὰ φανεῖ ἀστάθεια τῆς Θείας βουλήσεως, στὴν πραγματικότητα εἶναι, εἴτε ταυτόχρονη, εἴτε διαδοχικὴ φανέρωση τῶν δύο αὐτῶν μεγάλων γνωρισμάτων τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀπέραντης ἀγάπης του καὶ τῆς ἀκριβοῦς δικαιοσύνης Του. Καὶ τὸ καλύτερο παράδειγμα γι’ αὐτὴν τὴν περίπτωση εἶναι ἡ διήγηση γιὰ τὸ χάλκινο φίδι. 

Ὁ σκληροτράχηλος λαός, ὁ ὁποῖος γόγγυσε ἐνώπιων τοῦ Θεοῦ, τιμωρήθηκε σκληρὰ μὲ τὰ φίδια, ὅπως τὸ ἀπαιτοῦσε ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ἀμέσως ὅμως τὸν κάλυψε τὸ τεράστιο κύμα τῆς ἀσύλληπτης ἀγάπης Του, ἐπειδὴ τὸ χάλκινο φίδι ἀποτελοῦσε προτύπωση τοῦ ἀσύγκριτα μεγάλου γεγονότος, τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου καὶ ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἀνομίας, διὰ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. 

Ἂς ἀφήσουμε τώρα τὸν σκληροτράχηλο λαὸ τοῦ Ἰσραὴλ σ’ αὐτὸ τὸν φοβερὸ ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ μακάριο τόπο, ὅπου ὑψώθηκε ὁ χάλκινος ὄφις. Γιὰ πολλὰ ἀκόμα χρόνια θὰ περιπλανᾶται αὐτὸς ὁ λαὸς στὴν ἔρημο τῆς Ἀραβίας. Ἂς τὸν ἀφήσουμε γιὰ ἄλλα χίλια χρόνια, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ὁποίων ὁ λαὸς αὐτός, ἂν καὶ ἔφτασε στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, δὲν ἔπαψε νὰ παροργίζει τὸν Θεό, ἐγκαταλείποντάς Τον καὶ λατρεύοντας θεοὺς τῶν ἐθνῶν, τὸν Βάαλ καὶ τὴν Ἀστάρτη. Ἂς τὸν ἀφήσουμε καὶ μέχρι τὴν Βαβυλώνια αἰχμαλωσία, καὶ ἀπὸ τὴν σκοτεινὴ ἱστορία αὐτοῦ τοῦ ἀπίστου λαοῦ, ἂς πᾶμε στὴ γεμάτη χάρη νέα ἐποχή, ἀρχὴ τῆς ὁποίας ὑπῆρξε τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο ἑορτάζουμε σήμερα. 

Δὲν λησμόνησε ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ποτὲ δὲν ἀνακαλεῖ τὸ λόγο Του, τὸ χάλκινο φίδι, τὸ ὁποῖο ὕψωσε μπροστὰ στὰ μάτια ὅλου του κόσμου καὶ τὸ ὁποῖο ἀποτελοῦσε τὴν προτύπωση τῆς σωτηρίας τῆς ἀνθρωπότητας ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο διὰ τῆς ἁμαρτίας. 

Ἂς πάρουμε, ἀδελφοί μου, μία βαθιὰ ἀνάσα, διαβάζοντας στὸ κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιο τὰ λόγια του Ἴδιου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ: «Καὶ καθὼς Μωυσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμω, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου,ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχη ζωὴν αἰώνιον. Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀποληται, ἀλλ’ ἔχει ζωὴν αἰώνιον. Οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνη τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σωθῆ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ»(Ἰω. 3, 14-17). 

Μετὰ ἀπ’ αὐτὴ τὴ μεγάλη ἐπαγγελία ἂς στρέψουμε τὸ βλέμμα μας σ’ ἕνα ἄλλο σημεῖο, στὴν πρώτη καθολικὴ ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Ἰωάννου, ὅπου διαβάζουμε τὸν χαρμόσυνο εὐαγγελικὸ λόγο του: 
«Ἐν τούτῳ ἐφανερώθη ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐν ἡμῖν, ὅτι τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἀπέσταλκεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν κόσμον ἵνα ζήσωμεν δι’ αὐτοῦ. Ἐν τούτῳ ἐστὶν ἡ ἀγάπη, οὒχ ὅτι ἡμεῖς ἠγαπήσαμεν τὸν Θεόν, ἀλλ’ ὅτι αὐτὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ ἀπέστειλε τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἱλασμὸν περὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν» (Α΄ Ἰω. 4, 9-10). 

Γι’ αὐτὴ τὴν μεγάλη καὶ λαμπρότατη γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων προετοιμαστήκαμε μὲ νηστεία σαράντα ἡμερῶν, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁποίας ἀκούσαμε πολλὲς φορὲς τοὺς εὐλογημένους καὶ χαρμόσυνους εἱρμοὺς τοῦ κανόνα τῶν Χριστουγέννων. Ἂς σταθοῦμε λίγο στὸν πρῶτο καὶ ἂς προσπαθήσουμε νὰ κατανοήσουμε τὸ νόημά του: 

«Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε». 
Γεννιέται ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς καὶ κατεβαίνει στὴ γῆ, δοξαζόμενος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους. Εἶναι ἕτοιμος νὰ πατήσει στὴ γῆ… Ἂς τρέξουμε νὰ Τὸν συναντήσουμε. 

«Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε». 
Τώρα τὸ Θεῖο βρέφος βρίσκεται ἤδη στὴ φάτνη σ’ ἕνα σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. Μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση ἂς ὑψωθοῦμε μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὸν νοῦ μας στοὺς οὐρανούς. 

«Ἄσατε τῷ Κυρίω, πᾶσα ἡ γῆ, καὶ ἐν εὐφροσύνῃ ἀνυμνήσατε, λαοί, ὅτι δεδόξασται». 
Πιστεύουμε ὅτι τὴ χαρὰ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ μὲ ἕνα τρόπο ἀκατανόητο γιά μᾶς, τὴν αἰσθάνεται καὶ ὅλη ἡ κτήση. Μαζὶ μὲ τοὺς βοσκοὺς καὶ τοὺς μάγους ἂς προσκυνήσουμε καὶ ἐμεῖς τὸ Θεῖο βρέφος καὶ ἂς Τοῦ προσφέρουμε ὡς δῶρο τὶς γεμάτες πίστη καὶ σεβασμὸ καρδιές μας. Μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια ἂς Τοῦ προσφέρουμε μετὰ φόβου καὶ ἀγάπης τὶς καρδιές μας γιὰ νὰ μᾶς δοξάσει καὶ Αὐτὸς στὴ ζωὴ τὴν αἰώνια, τῆς ὁποίας δὲν θὰ ὑπάρχει τέλος. Ἀμήν. 

 Ἀπό τό βιβλίο: «Λόγοι καὶ ὁμιλίες», τ. Γ΄, ἔκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη Πηγή: www.imaik.gr Ὁ χάλκινος ὄφις καὶ ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ Εκτύπωση